- Γλαύκιππος
- Γλαύκιπποςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γλαυκίππου — Γλαύκιππος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γλαυκίππῳ — Γλαύκιππος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γλαύκιππον — Γλαύκιππος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek